- οπαλιοειδής
- και οπαλλιοειδής, -έςαυτός που έχει χρώμα και ανταύγειες σαν τού οπαλίου, που μοιάζει με οπάλιο στο χρώμα και στις ανταύγειες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οπαλιοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ο όμοιος με οπάλι (βλ. λ.) στο χρώμα και την ανταύγεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)